συνδετικός ιστός

συνδετικός ιστός
(Ιατρ.). Μια σημαντική και μεγάλη ομάδα ιστών, που συμμετέχουν στη δομή του ανθρώπινου οργανισμού. Οι διάφοροι τύποι σ. ι. προέρχονται όλοι από ένα εμβρυϊκό ιστό, το μεσέγχυμα. Ο σ.ι. αποτελείται από κύτταρα με διάφορα χαρακτηριστικά και μεσοκυττάριο ουσία, η οποία αποτελείται από άμορφη θεμέλια ουσία και ίνες ποικίλης μορφής. Ο σ.ι. αποτελεί βασικά τον σκελετό υποστήριξης των διάφορων οργάνων, τους χιτώνες που τα τυλίγουν, τα χωρίσματα που ξεχωρίζουν τα διάφορα μέρη τους. Εκτός αυτών είναι βασικό συστατικό των τοιχωμάτων των αιμοφόρων και λεμφικών αγγείων· σχηματίζει τους τένοντες, τους συνδέσμους και τις απονευρώσεις. Τα οστά και οι χόνδροι αποτελούνται ολοκληρωτικά από σ.ι. ειδικού τύπου. Εκτός της στατικής λειτουργίας, που αναφέρθηκε, ο σ.ι. προστατεύει τον οργανισμό από λοιμώξεις, επεμβαίνει στις διεργασίες αποκατάστασης των ιστών, στους οποίους εξασφαλίζει τα αναγκαία θρεπτικά υλικά. Διακρίνονται διάφοροι τύποι σ.ι., ανάλογα με το είδος της μεσοκυττάριου ουσίας και τις ιδιότητες των κυττάρων του. Τυπικός σ.ι. είναι ο ινώδης, στη μεσοκυττάριο ουσία του οποίου βρίσκονται διάφοροι τύποι μικροσκοπικών ινών: κολλαγόνοι, ελαστικές και δικτυωτές. Τα στοιχεία αυτά βρίσκονται σε διαφορετικές ποσότητες στις διάφορες περιοχές των οργάνων και χαρακτηρίζουν αντίστοιχα τον κολλαγόνο ή ινώδη κατά δεσμίδες σ. ι. που αποτελεί το υποστήριγμα όλων των οργάνων και σχηματίζει τις απονευρώσεις, τους τένοντες, τους συνδέσμους κ.ά. Τον ελαστικό ιστό από τον οποίο αποτελούνται, π.χ., μερικοί χιτώνες των αιμοφόρων αγγείων, και τον δικτυωτό ιστό, που βρίσκεται κυρίως στα αιμοποιητικά όργανα, στο συκώτι κ.ά. Τα κύτταρα των ινωδών σ.ι. αντιπροσωπεύονται από ινοκύτταρα ή ινοβλάστες, τα οποία κατά την επικρατούσα άποψη σχηματίζουν τις κολλαγόνους ίνες, και από πολλά άλλα κύτταρα (ιστιοκύτταρα, πλασματοκύτταρα κ.ά.) που έχουν φαγοκυτταρικές και μεταναστευτικές ιδιότητες και περιλαμβάνονται στο δικτυοενδοθηλιακό σύστημα. Στους ιστούς αυτούς ανήκει και ο λιπώδης, που είναι φτωχός σε ίνες και χαρακτηρίζεται από πολυάριθμα κύτταρα, γεμάτα από ουδέτερα λίπη. Ο ιστός αυτός, που μεταξύ των άλλων αφθονεί στον υποδόριο ιστό, αποτελεί μια σημαντική εφεδρεία ενέργειας, εξαιτίας του περιεχόμενου του σε λιπίδια. Άλλος τύπος σ.ι. είναι ο χρωμοφόρος, στα κύτταρα του οποίου περιέχονται πολυάριθμα κοκκία χρωστικής. Στους σ.ι., όπως ειπώθηκε ανήκουν και ο χονδρικός και ο οστίτης ιστός. Από πολλές απόψεις μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκει σ’ αυτή την ομάδα ιστών και το αίμα, η θεμέλια ουσία του οποίου θα αντιπροσωπευόταν από το πλάσμα και του οποίου τα κύτταρα βρίσκονται σε στενή σχέση με εκείνα του δικτυοενδοθηλιακού συστήματος. Αριστερά, συνδετικός ιστός, όπως φαίνεται με κοινό μικροσκόπιο (χρώση με ουδέτερο ερυθρό)? 1) κολλαγο΄νες ίνες? 2) ελαστικές ίνες? 3) ινοβλάστες? 4) μακροφάγα? 5) ιστοκύτταρα? 6) ηωσινόφιλο? 7) λεμφοκύτταρο? 8) λιπώδη κύτταρα? 9) αιμοφόρο τριχοειδές με ερυθρά αιμοσφαίρια. Δεξιά, κολλαγόνες ίνες όπως φαίνονται με ηλεκτρονικό μικροσκόπιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δικτυωτός συνδετικός ιστός — Συνδετικός ιστός που περιέχει δικτυωτές ίνες και πολλά ιστιοκύτταρα. Ο λεμφικός ιστός, που αποτελεί κύριο τμήμα του δικτυοενδοθηλιακού συστήματος, αποτελείται κυρίως από δ.σ.ι …   Dictionary of Greek

  • συνδετικός — ή, ό / συνδετικός, ή, όν, ΝΜΑ [συνδέω] 1. αυτός που χρησιμεύει στη σύνδεση δύο ή περισσότερων πραγμάτων ή ο κατάλληλος για την παραπάνω σύνδεση (α. «συνδετικός ιστός» β. «νεῡρα συνδετικά», Γαλ.) 2. γραμμ. συμπλεκτικός νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • υποδόριος ιστός — (Ανατ.). Χαλαρός συνδετικός ιστός, που βρίσκεται αμέσως κάτω από το δέρμα σε ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος. Το πάχος του ποικίλλει ανάλογα με την ανατομική περιοχή, τη δίαιτα, το φύλο και τη λειτουργία των ενδοκρινών αδένων· βρίσκεται γενικά …   Dictionary of Greek

  • επιθηλιακός ιστός — Μία από τις τέσσερις κατηγορίες ζωικών ιστών (οι άλλοι τρεις είναι ο συνδετικός, ο μυϊκός και ο νευρικός ιστός). Καλύπτει το σώμα και τα όργανα καθώς επίσης κοιλότητες και αγωγούς. Από τα επιθήλια προέρχονται επίσης και διάφοροι μαζικοί… …   Dictionary of Greek

  • μεσέγχυμα — Αδιαφοροποίητος εμβρυϊκός συνδετικός ιστός, μεσοδερμικής προέλευσης. Τα μεσεγχυματικά κύτταρα αναπτύσσονται κατά τα πρώιμα εμβρυϊκά στάδια, σχηματίζοντας πολλές δομές στο ώριμο άτομο. * * * το (βιολ. ανατ.) μη εξειδικευμένος συνδετικός ιστός ο… …   Dictionary of Greek

  • παρέγχυμα — Ο θεμελιώδης ιστός των ανώτερων φυτών. Πολλά τμήματα των φυτών, όπως η εντεριώνη, ο φλοιός και το μεσόφυλλο, αποτελούνται κυρίως από π. Τα κύτταρά του, δηλαδή τα παρεγχυματικά κύτταρα, είναι συνήθως ισοδιαμετρικά, με ζωντανό πρωτόπλασμα, αφήνουν… …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • εμβρυολογία — Επιστήμη που μελετά την ανάπτυξη των οργανισμών, από τις πρώτες διαιρέσεις του ζυγωτού έως την ολοκλήρωση του σχηματισμού των οργάνων του ατόμου. Οι μέθοδοι που ακολουθεί είναι περιγραφικές (ε. των φυτών· ε. των ζώων· ε. του ανθρώπου),… …   Dictionary of Greek

  • οστίτης — ο (Α ὀστίτης) ως επίθ. αυτός που ανήκει στα οστά ή αυτός που εμπεριέχεται σ αυτά («οστίτης μυελός» οργανική ουσία που βρίσκεται μέσα στην κοιλότητα τών οστών) νεοελλ. φρ. «οστίτης ιστός» (ιστολ.) διαφοροποιημένος συνδετικός ιστός που αποτελείται… …   Dictionary of Greek

  • συνεκτικός — ή, ό / συνεκτικός, ή, όν, ΝΜΑ [συνέχω] 1. αυτός που έχει την ιδιότητα ή την δύναμη να συνέχει, να συγκρατεί 2. φρ. «συνεκτικό αίτιο» (στη στωική φιλοσ.) κύριο, αποτελεσματικό, δραστικό αίτιο, σε αντιδιαστολή προς το συναίτιο νεοελλ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”